ευθεράπευτος

ευθεράπευτος
η , ο [ος , ον ] легко излечимый, исцелимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ευθεράπευτος" в других словарях:

  • εὐθεράπευτος — easy to cure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθεράπευτος — η, ο (ΑΜ εὐθεράπευτος, ον) αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος αρχ. 1. αυτός που βοηθιέται εύκολα 2. αυτός που διορθώνεται εύκολα 3. αυτός τον οποίο ικανοποιεί κάποιος εύκολα με καλοσύνη και περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεραπεύω] …   Dictionary of Greek

  • εὐθεράπευτον — εὐθεράπευτος easy to cure masc/fem acc sg εὐθεράπευτος easy to cure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεραπευτότερα — εὐθεράπευτος easy to cure neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεραπευτότεραι — εὐθεράπευτος easy to cure fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεραπεύτοις — εὐθεράπευτος easy to cure masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεραπεύτων — εὐθεράπευτος easy to cure masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεράπευτα — εὐθεράπευτος easy to cure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεράπευτοι — εὐθεράπευτος easy to cure masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεραπευτοτέρα — εὐθεραπευτοτέρᾱ , εὐθεράπευτος easy to cure fem nom/voc/acc comp dual εὐθεραπευτοτέρᾱ , εὐθεράπευτος easy to cure fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθεραπευσία — εὐθεραπευσία, ἡ (Α) [ευθεράπευτος] η εύκολη θεραπεία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»